- βοτρυηφόρος
- βοτρῠ-ηφόρος, ον,A grape-bearing,
ἄμπελος Ph.1.681
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄμπελος Ph.1.681
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοτρυηφόρος — βοτρυηφόρος, ον (Α) φρ. «βοτρυηφόρος ἄμπελος» που παράγει σταφύλια … Dictionary of Greek
βοτρυηφόρον — βοτρυηφόρος grape bearing masc/fem acc sg βοτρυηφόρος grape bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυηφόροις — βοτρυηφόρος grape bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυφόρος — βοτρυφόρος, ον (Μ) ο βοτρυηφόρος … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek